αστραπηδόν

αστραπηδόν
επίρρ. с быстротой молнии, молниеносно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αστραπηδόν" в других словарях:

  • ἀστραπηδόν — like lightning indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπηδόν — επίρρ. με ταχύτητα αστραπής …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»